Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Βλάχικος γάµος (Numta Armaneasca)

Δρώμενο που παρουσιάστηκε στο ανοιχτό θέατρο Ευκαρπίας από το σύλλογο Βλάχων
"Το Άγιο Πνεύμα" την Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009.

ΣΚΑΡΟΣ - ΣΚΗΝΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟΥ - (ΚΙΝΗΣΗ ΠΡΟΞΕΝΉΤΡΑΣ)

Από τα πλέον σημαντικά γεγονότα της ζωής στην παραδοσιακή κοινωνία των βλάχων ήταν ο γάμος με το πρώτο του στάδιο να είναι το προξενιό σημάδι – ΧΜΠΑΡΙ στα βλάχικα
Την απόφαση για το ποιον η ποια θα πάρουν για άντρα ή γυναίκα τους τα εγγόνια την έπαιρναν οι παππούδες και αν δεν ζούσαν οι γονείς. Η διαδικασία του προξενιού ξεκινούσε συνήθως από την πλευρά του γαμπρού. Για να πετύχει το προξενιό, έστελναν κάποιον που είχε συγγένεια με το σόι της νύφης ή του γαμπρού αντίστοιχα. Έτσι, είχαν περισσότερες πιθανότητες να πετύχει το προξενιό και να πάρει ο προξενητής την υπόσχεση.
Αν συμφωνούσαν, αμέσως έδινε ο προξενητής στην κοπέλα για σημάδι ένα νόμισμα, για να κλείσει το προξενιό, και του δίνανε μια άσπρη πετσέτα (αλμπιατσι). Αυτός πήγαινε πίσω κουνώντας την πετσέτα και τους έλεγε ότι επέτυχε το προξενιό.
Οι γονείς του νέου, εφόσον το κορίτσι ικανοποιούσε τις οικονοµικές τους απαιτήσεις και διέθετε τις απαραίτητες ηθικές κυρίως αξίες, αποφάσιζαν για τον γάµο, συνήθως ερήµην του νέου, και της νέας οι οποίοι ήταν υποχρεωµένοι να σεβαστούν την εκλογή των γονέων τους.
Ο προξενητής όριζε τη μέρα που θα συναντηθούν τα συμπεθέρια που ήταν πάντα βράδυ Τρίτης, Πέμπτης η Σαββάτου. Πήγαιναν για το σημάδι οι παππούδες με τον προξενητή και ο μπαμπάς του γαμπρού.

Σκηνή (κάθονται στο σπίτι της νύφης για τον αρραβώνα)

ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ (ΣΕΜΝΟΥΛ ΜΑΡΙ) στα βλάχικα
Η τελετή του αρραβώνα γινόταν στο σπίτι της νύφης, όπου πήγαιναν όλοι οι κοντινοί συγγενείς του γαμπρού. Είχαν μαζί τους ούζο με ζάχαρη και καραμέλες (γκογκουσiτσεs). Τα ίδια, είχαν και από την πλευρά της νύφης και τα ανακάτευαν όλα μαζί. Από αυτό το μίγμα κερνούσαν και τα συμπεθέρια έπιναν σταυρωτά μεταξύ τους. Σε μια άσπρη μαντήλα είχαν καρφιτσωμένο το πεντόλιρο (πεντόνα). Ο μπαμπάς της νύφης έφερνε το πεντόλιρο στα γένια του και ευλογούσε με ευχές. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι και έδιναν την ευχή τους. Μετά η νύφη φυλούσε το χέρι των συγγενών του γαμπρού και τις έδιναν λίρες ή χρήματα ενώ αυτή τους δώριζε μαξιλάρια και πετσέτες.
Αρραβώνες γινόταν συνήθως την ημέρα της γιορτής των Αποστόλων (σουμ κετρου) ή της αγίας Παρασκευής όπου όριζαν και ποιο Δεκαπενταύγουστο θα γίνει ο γάμος.

Σκηνή ΧΟΡΟΣ ΦΡΑΓΓΙΤΣΑ - ΔΩΡΑ

Ο γάμος κρατούσε μια εβδομάδα και πολλές μέρες της προετοιμασίας του ήταν γεμάτες συμβολικές εκδηλώσεις, με στόχο την απομάκρυνση του κακού και την εξασφάλιση της καλοτυχίας και της ευγονίας των νεόνυμφων.

Τα πολλά συνοδευτικά του εθίμου τραγούδια και οι χοροί υποδηλώνουν τη σημαντικότητά του. Ξεκινούσε 15 μέρες πριν με το ράψιμο του νυφικού και της προίκας. Βοηθούσαν όλοι οι συγγενείς και οι φίλες της νύφης. Στο σόι υπήρχε μια μοδίστρα. Κατά τη διάρκεια του ραψίματος όλοι οι συγγενείς και οι φίλες έριχναν λεφτά στην προίκα και στο νυφικό.

ΤΗΝ Δευτέρα:
Οι κοπέλες καλούσαν στο γάμο από σπίτι σε σπίτι με μήλα.
Ενώ τα παλικάρια, οι φίλοι του γαμπρού τα μπραντίμια ,καλούσαν κερνώντας κρασί ή ούζο σε ένα μπουκάλι στρογγυλό/σφαιρικό ξύλινο στολισμένο με λουλούδια που ονομάζεται στα βλάχικα πλόσκα ή μπουκλίτσα.

Την Τετάρτη:
Νέοι άνδρες έφερναν με τα άλογα ξύλα στο σπίτι από το δάσος απαραίτητα για το μαγείρεμα των φαγητών του γάμου και το ψήσιμο των ψωμιών.

Σκηνή τέλος κεράσματος - σκάρος

Την Πέμπτη το βράδυ:

Στο σπίτι της Νύφης και του γαμπρού συγγενείς και γείτονες συγκεντρώνονταν για το «ανάπιασμα της κουλούρας» του γάμου, για "το προζύμι" το "αλουάτλου" όπως το λέγανε στα Βλάχικα. Ετοίμαζαν όλα τα αναγκαία για την περίσταση υλικά, ρεβίθι, βασιλικό, αλεύρι, νερό και τα απαραίτητα σκεύη Με το προζύμι αυτό έφτιαχναν το «κουλακ» κουλούρα
Την κουλούρα θα κεντούσαν και θα έψηναν οι κοπέλες την άλλη μέρα.
Τις κουλούρες τις άλλαζαν οι «μπράτιμοι», όταν πήγαινε ο γαμπρός να πάρει την νύφη την Κυριακή

Σκηνή (ζύμωμα των ψωμιών του γάμου)- τραγούδι

Σάββατο βράδυ:

Βλάχικος γάµος χωρίς γκάιντα παλαιότερα ή κλαρίνα πιο πρόσφατα δε γι-νόταν. Από νωρίς του Σαββάτου έπαιζαν στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης. Οι ηλικιωμένοι έσφαζαν τα πρόβατα (συνήθως υπερέβαιναν ακόµη και τα 10), ενώ οι γυναίκες ετοίμαζαν µε τα εντόσθια «γιανόματι» Τα φαγητά ετοιμάζονταν σε μεγάλα καζάνια (κλντέρ) και ήταν συνήθως πρόβειο κρέας με πατάτες ή με ζυμαρικό και «γιανόματι» εντόσθια προβάτων με ρύζι (σαν πιλάφι)

Σκηνή χορός τραγούδι

Το βράδυ του Σαββάτου στο σπίτι του γαμπρού έφτιαχναν το «φλάμπουρο» Το Φλάμπουρο είναι το λάβαρο σημαία του γάμου. Τα καλάμια τα έδεναν οι βλάχοι σε σχήμα σταυρού και τα στόλιζαν με μήλα, σύμβολα της ευμάρειας και της ευκαρπίας αλλά και της καινούργιας ζωής που άρχιζε
Ήταν από λευκό πανί και στις άκρες κρεμούσαν μικρά κουδούνια.
Το Φλάμπουρο το κρατούσε σε όλη την διάρκεια του γάμου μόνο ο «Νούνλου» και προπορεύονταν στις πομπές και στους χορούς
Έπρεπε να ξεστολιστεί την Τρίτη στο σπίτι του Γαμπρού πάλι από τον νουνό. Είναι ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρήθηκαν μέχρι και σήμερα, με μόνη διαφορά την χρήση πλέον της Ελληνικής σημαίας , αδιαμφισβήτητο σύμβολο της εθνικής συνείδησης των σύγχρονων Βλάχων.

Σκηνή (Σάββατο βράδυ – Φλάμπουρο τραγούδι)

Την Κυριακή το πρωί στο σπίτι του γαμπρού γινόταν το καθιερωμένο Ξύρισμα
Ο γαμπρός καθόταν στην μέση της αυλής. Οι Φίλοι του γαμπρού (τα μπρατiμια) τον ξύριζαν. Πρώτος σταύρωνε ο νουνός και έδινε την ευχή του για καλά στέφανα και «ασήμωνε», ακολουθούσαν οι γονείς, οι συγγενείς και όλος ο κόσμος. Μετά έντυναν και στόλιζαν το γαμπρό φορώντας του την πιο όμορφη «Κντούσια» από λευκό μαλλί.
Στο σπίτι της νύφης την ιδια ώρα άρχιζε το στόλισμα της νύφης
Στο ντύσιμο της νύφης με την νυφιάτικη φορεσιά πρωτοστατούσαν οι φίλες της, ενώ το γενικό πρόσταγμα έχει η νουνά.

Τραγούδι μη με μαλώνεις

Στην συνέχεια τα μπρατiμια ξεκινούσαν από το σπίτι του γαμπρού για τη νύφη με τα άλογα, και ακολουθούσε ο γαμπρός με την παρέα του και όλο του το σόι του .
Σκηνή τραγούδι για πάρεμε


Στην εξώπορτα του σπιτιού της νύφης ο γαμπρός φιλάει το χέρι των συγγενών της που τον υποδέχονται. Ανταλλάσουν την κουλούρα (κουλάκ) που πολλές φορές είχε πάνω μια βρασμένη πρόβεια πλάτη και ένα ζευγαρι παπούτσια.
Σε ένα δωμάτιο διαφορετικό από αυτό που βρίσκεται και ντύνεται η νύφη νέοι άνδρες ή κοπέλες κερνάνε το σόι του γαμπρού. Το είχαν σε καλό η παρέα του γαμπρού να κλέβει μικροαντικείμενα από το σπίτι της νύφης
Νεαρά αγόρια από το σόι της νύφης έκρυβαν το φλάμπουρο και ζητούσαν από τον «νουνό» να τους τάξει χρήματα για να του το δώσουν πίσω.
Την ίδια μέρα έπαιρναν και την προίκα της νύφης αφού φόρτωναν στα άλογα τα χαράρια.
Συνήθιζαν να βάζουν ένα παιδί από το σόι της νύφης πάνω στα χαραρια και να ζητούν χρήματα για να δώσουν την προίκα.
Στη συνέχεια ακολουθούσε χορός της νύφης με τους συγγενείς της.

Σκηνή τραγούδι "σ΄ αυτό το σπίτι"

Τραγουδώντας αποχαιρετούν οι συγγενείς την νύφη που την συνοδεύουν οι γονείς της στον δρόμο για την εκκλησιά συγκινημένοι -πολλές φορές με κλάματα- γιατί ξέρουν ότι η γλυκιά τους κόρη φεύγει για πάντα από το σπίτι.
Μπροστά ο Κουμπάρος με το φλάμπουρο καβάλα σε μαύρο άλογο ακολουθεί η νύφη σε κόκκινο και πίσω ο Γαμπρός με την παρέα του καβάλα σε άσπρο άλογο
Όλοι μαζί ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού όπου τελούνταν το μυστήριο.

Σκηνή

Αφού τελούταν το μυστήριο, η πεθερά υποδεχόταν τη νύφη επίσημα με όλες τις τιμές στο καινούργιο της σπίτι. Έξω από την είσοδο του σπιτιού της δίνει βούτυρο με το οποίο σταυρώνει την κεντρική πόρτα του σπιτιού, ρίχνει ένα μήλο πίσω για να το πιάσουν και δίνει σε μικρά παιδιά (με το πρώτο απαραίτητα αγόρι ) από ένα μήλο. Στη συνέχεια η νύφη παίρνει στη μασχάλη της ένα ψωμί και στο χέρι μία κανάτα νερό από την πεθερά της και πατώντας σε μάλλινο άσπρο χαλί (μπτάνια) μπαίνει στο δωμάτιο που είναι το εικονοστάσι και ρίχνει νερό στις τέσσερις γωνίες.
Τα ψωμιά στις μασχάλες, τα μήλα, και το βούτυρο συμβολίζουν τον πλούτο των αγαθών και των απογόνων.
Το λευκό μάλλινο χαλί που της στρώνει συμβολίζει τον δρόμο της καινούργιας ζωής που ευχή της πεθεράς είναι να είναι πάντα λευκός, αγνός και καθαρός.
Στη συνέχεια ο πεθερός σήκωνε το πέπλο της νύφης και έδινε μισό λουκούμι στη νύφη αφού δάγκωνε το μισό πρώτα αυτός.
Ακολουθούσε γλέντι με όλους μαζί στην αυλή του σπιτιού του γαμπρού. Πρώτη χόρευε η νύφη και ακολουθούσαν οι συγγενείς του γαμπρού.

Σκηνή τραγούδι χορός

Την Δευτέρα το πρωί στο σπίτι του γαμπρού η νύφη ρίχνει νερό με την κανάτα για να πλυθούν τα πεθερικά οι κουνιάδοι και οι άλλοι συγγενείς του σπιτιού. Στη συνέχεια ετοίμαζαν χαλβά και μοίραζαν στο χωριό.
Αργότερα έρχονται όλα τα σόγια και οι καλεσμένοι για να γλεντήσουν και να χορέψουν.
Η νύφη απονέμει τιμές και με την φροντίδα της πεθεράς της δωρίζει όλους τους συγγενείς του γαμπρού με την σειρά, βελέντζες, κουβέρτες, μαξιλάρια και ποδιές φιλώντας τους το χέρι. Αυτοί της δίνουν χρήματα ή λίρες.
Με τα δώρα στους ώμους χορεύουν στην αυλή.

Επίλογος

Όπως και στην αρχαία Ελλάδα, η νύφη θα έπρεπε να ζήσει στο σπίτι του συζύγου της μαζί με τα πεθερικά της. Ο γάµος αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της ευτυxίας της οικογένειας, που αποτελούσε µια µικρή κοινωνική κυψέλη. Στην παραδοσιακή βλάχικη οικογένεια το ζευγάρι έπρεπε να φέρει στον κόσµο αµέσως τα παιδιά του. Αυτός ήταν και ο προορισµός του, γι' αυτό έκαναν παιδιά νέοι, ώστε να προλάβουν να δουν ακόµη και δισέγγονα.

Σε λίγες μέρες θα προστεθούν φωτογραφίες και βίντεο από το δρώμενο.

Σαμαρίνας Νικόλαος



Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

Σύντομη ιστορία των "Αρμάνων"

Κοιτίδα του βλαχόφωνου ελληνισμού είναι η Πίνδος, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του η λατινογλωσσία. Χρησιμοποιούν δηλαδή ένα γλωσσικό ιδίωμα της δημώδους λατινικής των Βαλκανίων, με μεγάλο αριθμό ομηρικών και αρχαιοελληνικών λέξεων. (αρμανέστι) για τους ίδιους ή αλλιώς βλάχικα για τους άλλους. Η λατινογωσσία αποδίδεται στη ρωμαϊκή κατοχή και στην επαφή γηγενών πληθυσμών με ρωμαίους στρατιώτες στις διαβάσεις της Εγνατίας και της Βασιλικής στράτας στην περιοχή της Πίνδου. Οι Βλάχοι στη γλώσσα τους αποκαλούνται «αρμούνιοι» δηλαδή Ρωμάνοι των βυζαντινών χρόνων ή Ρωμιοί των νεότερων. Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για τους Βλάχους με τα συγκεκριμένα διαμορφωμένα χαρακτηριστικά ανάγονται στα 1000 μ.Χ . Οι Βλάχοι (αρμάνοι) είναι για αιώνες γνωστοί ως ποιμένες αιγοπροβάτων (πικουράρ στα βλάχικα), που ζούσαν σε μια πατριαρχικά δομημένη κοινωνία με μόνιμους θερινούς οικισμούς στον ορεινό όγκο της Πίνδου και μετακινούνταν το χειμώνα στη Χειμαδιά (πεδινά βοσκοτόπια). Με το πέρασμα του χρόνου και κυρίως τον 17ο αιώνα, οι κοινωνίες των Βλάχων αρχίζουν να εμφανίζουν επαγγελματική διαφοροποίηση. Έγιναν οδηγοί καραβανιών, απέκτησαν τον έλεγχο των χερσαίων συγκοινωνιών μεταξύ Βενετίας και Κωνσταντινούπολης, έγιναν αργυροχρυσοχόοι, πανδοχείς, καταστηματάρχες, ταπητουργοί, τεχνίτες, τραπεζίτες ακόμη και πολιτικοί. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν η εμφάνιση Βλάχων που ανέπτυξαν αστικό τρόπο ζωής και εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας και της κεντρικής Ευρώπης. Στο πλαίσιο του φαινομένου της εθνικής αφύπνισης των λαών της νοτιοανατολικής Ευρώπης, λόγιοι Βλάχοι της Ελλάδας και της διασποράς, εκδήλωσαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα την ανάγκη εθνικής αφύπνισης, ταύτιση με τον ελληνισμό και υπεράσπιση της ελληνικής εθνικής ιδέας με χαρακτηριστικότερη περίπτωση του Περιβολιώτη Ρήγα Φεραίου. Αυτό είχε ως συνέπεια, μεγάλος αριθμός Βλάχων να συμμετάσχει στην επανάσταση κατά των Τούρκων και να διακριθούν σε αγωνιστές της εθνικής ανεξαρτησίας, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Φιλικού Γεωργάκη Ολύμπιου. Με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, Βλάχοι της διασποράς αποτέλεσαν κατ’ αποκλειστικότητα σχεδόν τους εθνικούς ευεργέτες. Πρόκειται πράγματι, για μια εντυπωσιακή συμβολή, που οφείλεται στην αυτοσυνειδησία των Βλάχων ως κομματιού του νεοελληνικού έθνους, και δίνουν το δικαίωμα στο βλαχόφωνο ελληνισμό να ισχυρίζεται ότι αυτοί θεμελίωσαν και ισχυροποίησαν το νεοελληνικό κράτος. Μερικά ονόματα: Γεώργιος Σίνας - ιδρυτής της Ακαδημίας Αθηνών, Νικόλαος Στουρνάσης - ιδρυτής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Γεώργιος Σταύρου – συνιδρυτής και πρώτος διοικητής της εθνικής τράπεζας, Κωνσταντίνος Ζάπας – δωρητής του Ζαππείου Μεγάρου, Γεώργιος Αβέρωφ – ιδρυτής της σχολής ευελπίδων και αναστηλωτής του Παναθηναϊκού σταδίου, Ιωάννης Κωλέτης – πρώτος συνταγματικός πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1844-1847 και πολλοί άλλοι. Οι Βλάχοι της Ελλάδας σήμερα αποτελούν μια πολιτιστική ενότητα του ελληνισμού που φτάνει τα 600.000 άτομα με έναν αριθμό περίπου 100.000 να συνεχίζουν να μιλούν τη βλάχικη γλώσσα.




Και τώρα λίγα λόγια για τους Βλάχους της Ευκαρπίας. Οι Βλάχοι της Ευκαρπίας προέρχονται από τέσσερα βλαχόφωνα χωριά της Μακεδονίας: τα Μεγάλα Λιβάδια (Πάικο στο νομό Κιλκίς) τον Κοκκινοπλό στον Όλυμπο και τη Βλάστη στην επαρχία Εορδαίας και από την Κλεισούρα της Καστοριάς. Η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα είναι οι Μεγαλολειβαδιώτες, που χρησιμοποιούσαν από τα τέλη του 19ου αιώνα την περιοχή της Ευκαρπίας ως χειμαδιά (μαρτυρίες υπάρχουν από το 1917) ενώ οι τρείς άλλες ομάδες, εμφανίζονται μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, κυρίως λόγω της καταστροφής των χωριών κατά τη διάρκεια της κατοχής, και του φαινομένου της αστυφιλίας.

Επιμέλεια κειμένου Σαμαρίνας Νικόλαος.


Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Βλάχικο γλέντι στην Ευκαρπία

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 6 Ιουνίου 2009 το γλέντι με την ευκαιρία του Αγίου Πνεύματος στην πλατία του Αγίου Κωνσταντίνου στην Ευκαρπία.



Video: Πετρίδου Μαρία

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου


Τα Μεγάλα Λιβάδια, μία από τις τελευταίες εξαιρεθείσες και εναπομείναντες κοινότητες της Ελλάδας, υπάγονται στην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Είναι κτισμένα πάνω στο κεντρικό οροπέδιο του δασωμένου Πάικου, σε ύψος 1.200 περίπου μέτρων και σε απόσταση 28 χιλιομέτρων δυτικά της Γουμένισσας. Τη χειμερινή περίοδο και η έδρα της κοινότητας μεταφέρεται στη γειτονική Αξιούπολη.  

Η ιστορία του χωριού μας μπορεί να μην είναι πολύ παλιά, όμως η ιστορία των κατοίκων του είναι ένα κεφάλαιο της ιστορίας των περήφανων Βλάχων της Ελλάδας. Μέχρι τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου τα Μεγάλα Λιβάδια, μαζί με τον περιφερειακό οικισμό των Μικρών Λιβαδίων, ήταν μία από τις μεγαλύτερες και ακμαιότερες βλάχικες κοινότητες της Μακεδονίας. Οι ρίζες των περισσότερων από τους οικιστές των δύο χωριών βρίσκονται στη Γράμμουστα του νομού Καστοριάς, ένα από τα παλαιότερα και σχεδόν μυθικά μητροπολιτικά βλαχοχώρια κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της Πίνδου. Οι πρώτοι οικιστές βρέθηκαν στις πλαγιές του Πάικου γύρω στα 1760 αναζητώντας ασφάλεια και προοπτική μακριά από τους επικίνδυνους Τουρκαλβανούς. Στα 1769 ακολούθησαν νέα κύματα προσφύγων προερχόμενα και πάλι από τη Γράμμοστα, αλλά και από τη Μοσχόπολη, την άλλοτε μεγάλη και ένδοξη μητρόπολη των Βλάχων, που εκείνη τη χρονιά γνώρισε την πρώτη καταστροφή της στα χέρια των Τουρκαλβανών γειτόνων της. Οι αφίξεις των προσφύγων με το βιος και τα κοπάδια που μπόρεσαν να περισώσουν συνεχίστηκαν και στα χρόνια της κηδεμονίας του Αλή Πασά των Ιωαννίνων (1788-1820), έχοντας για αιτία, αν όχι τα όμορφα μάτια κάποιας βλαχοπούλας, όπως θέλουν οι παραδόσεις, τουλάχιστον τα μυθικά πλούτη των τσελιγκάτων της Γράμμουστας και την αντίσταση των Γραμμουστιάνων στις διαθέσεις του Αλή. Την ίδια περίοδο, ανάμεσα στα 1812 με 1816, και για τους ίδιους λόγους έφτασε και προστέθηκε μία μεγάλη ομάδα οικογενειών από το Περιβόλι των Γρεβενών. Αργότερα και πιθανά μετά το 1856 εγκαταστάθηκαν εδώ και ορισμένες οικογένειες προερχόμενες από τη Σαμαρίνα.

 

Αρχικά οι περισσότεροι από αυτούς τους φυγάδες-πρόσφυγες βρίσκονταν σκορπισμένοι σε οικογενειακούς και λίγο ή πολύ ανεξάρτητους καλυβικούς οικισμούς στη γύρω περιφέρεια του Πάικου, της Τζένας, του Καϊμακτσαλάν και μέχρι την περιοχή του Τίκβες. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα είχαν μπει τα θεμέλια του οικισμού των Μικρών Λιβαδίων, στην περιοχή που ήταν γνωστή με το όνομα Πάσσιανα ή Πασσιάνα, και αργότερα, ανάμεσα στα 1830 με 1840, άρχισαν να κτίζονται τα πρώτα πέτρινα σπίτια του οικισμού των Μεγάλων Λιβαδίων, όπου συγκεντρώθηκε ο μεγαλύτερος αριθμών των οικογενειών των μέχρι τότε σκορπισμένων τσελιγκάτων. Η παλιότερη παραδοσιακή οικονομία των κατοίκων, που βασίζονταν στην ημινομαδική κτηνοτροφία, έδωσε στους δύο οικισμούς την εικόνα και το χαρακτήρα των ορεινών ημινομαδικών βλάχικων κοινοτήτων. Αν και τα δύο αυτά χωριά βρέθηκαν να αναπτύσσονται ανάμεσα στους εδραίους βλάχικους οικισμούς της περιοχής των Βλαχομογλενών δεν είναι βλαχομογλενίτικοι οικισμοί. Οι κάτοικοί τους διέφεραν από τους Μογλενίτες Βλάχους ως προς την προέλευση, τη διάλεκτο, τον τρόπο ζωής, τις ασχολίες, την οικονομία γενικότερα, την ενδυμασία, τα ήθη και τα έθιμα.

 

Από τα τέλη του 19ου αιώνα και ύστερα από την εξαγορά των απαραίτητων γειτονικών εκτάσεων και των ορεινών βοσκών του Πάικου, οι δύο οικισμοί είχαν εξελιχθεί σε δυναμικά κεφαλοχώρια. Η οικονομία της ημινομαδικής κτηνοτροφίας με τα πολυάριθμα κοπάδια των κατοίκων υπόσχονταν ένα καλύτερο μέλλον. Τη θερινή περίοδο τα Μεγάλα Λιβάδια λειτουργούσαν ως ένα αυτοδύναμο οικονομικό κέντρο για τη γύρω περιοχή των Βλαχομογλενών, αν και οι κάτοικοι διατηρούσαν επαφές και δοσοληψίες με τις πόλεις της Γευγελής και των Γιαννιτσών, μα ιδιαίτερα με τη Θεσσαλονίκη. Το χειμώνα οι κάτοικοι σκόρπιζαν αναζητώντας χειμαδιά στους κάμπους και τους χαμηλούς λόφους της Κεντρικής Μακεδονίας, από την Έδεσσα και τη Γευγελή μέχρι τη Χαλκιδική. Ωστόσο, η εμφάνιση της ρουμανικής προπαγάνδας, σε συνεργασία με τους Βούλγαρους κομιτατζίδες και τις τουρκικές αρχές, με τις διασπαστικές τάσεις, την αντιπαλότητα, τη διχόνοια, τις ταραχές, τις λεηλασίες, τις καταστροφές και τις δολοφονίες που τη συνόδευαν ήρθε να ανακόψει τη εξέλιξη και τη πρόοδο των Μεγάλων Λιβαδίων. Η αντίσταση που προέβαλαν οι Μεγαλολιβαδιώτες απέναντι στους σκοπούς και τους στόχους της προπαγάνδας τους οδήγησε στο μάτι του κυκλώνα. Ο αριθμός των θυμάτων του Μακεδονικού Αγώνα στους δύο οικισμούς ήταν από τους μεγαλύτερους που προσέφεραν τα βλαχοχώρια της Μακεδονίας.

 

Η απογραφή του 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση, παρουσιάζει 3.823 κατοίκους στα Μεγάλα Λιβάδια και 355 κατοίκους στα Μικρά Λιβάδια, αν και κάποιες άλλες αναφορές, όπως και οι παραδόσεις, αναφέρουν πως, εκείνη την εποχή και κατά τη θερινή περίοδο, οι δύο οικισμοί συγκέντρωναν περισσότερους από 5.500 κατοίκους. Και μόνο η αναφορά σε αυτούς τους αριθμούς μπορεί να μας μεταφέρει την εικόνα μίας μικρής αλλά δυναμικής πολιτείας για τα δεδομένα της εποχής και της περιοχής, καθώς τα Λιβάδια παρουσιάζονται ως η ένατη μεγαλύτερη κοινότητα σε όλη τη σημερινή Κεντρική Μακεδονία. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο αξιόλογος οικισμός ήταν το δίδυμο των Μεγάλων και των Μικρών Λιβαδίων στις αρχές του 20ου αιώνα.

 

Από το 1912 και μετά, το μέλλον διαγράφονταν ευοίωνο για τους Μεγαλολιβαδιώτες καθώς τα κοπάδια τους είχαν πολύ πιθανά ξεπεράσει τις 200.000 αιγοπρόβατα. Ωστόσο νέα προβλήματα έκαναν την εμφάνισή τους. Οι μάχες του Μακεδονικού Μετώπου του Α` Παγκοσμίου Πολέμου κατέστρεψαν τους δύο οικισμούς και οι κάτοικοι σκόρπισαν για δύο και πλέον χρόνια (1916-18). Η επιδημία της ισπανικής γρίπης που ακολούθησε ενίσχυσε την εικόνα του μαρασμού. Οι ανάγκες για τη αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, από το 1922 και μετά, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της δράσης της ρουμανικής προπαγάνδας, έφεραν την καταλυτικότερη κρίση που γνώρισαν μέχρι τότε οι Μεγαλολιβαδιώτες. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου η προπαγάνδα, αλλά ίσως και η αδιαφορία της πολιτείας, προκάλεσαν τη μεγαλύτερη αιμορραγία για το δυναμικό των δύο οικισμών, καθώς αντιμέτωποι με την οικονομική ανέχεια και εξαπατημένοι από τις υποσχέσεις των προπαγανδιστών το 1/3 των κατοίκων μετανάστευσαν στις αφιλόξενες τότε στέπες της Ντόμπρουτζας.

 

Στις 4 Μαϊου του 1943, στα χρόνια της Κατοχής, και ενώ τα Λιβάδια είχαν συνέλθει από τις προηγούμενες καταστροφές ήρθε η χαριστική βολή. Οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι συνεργάτες τους εκκένωσαν, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τους δύο οικισμούς. Ακολούθησαν τα πικρά χρόνια του Εμφυλίου και οι Μεγαλολιβαδιώτες ρίζωσαν στα χειμαδιά τους, στα χωριά και τις πόλεις της Κεντρικής Μακεδονίας. Σήμερα υπολογίζεται πως υπάρχουν γύρω στις 15.000 Μεγαλολιβαδιώτες σκορπισμένοι στους Νομούς Πέλλας, Κιλκίς, Ημαθίας και Θεσσαλονίκης. Αξίζει να αναφέρουμε έστω και επιγραμματικά τα 40 και πλέον χωριά και πόλεις όπου σήμερα κατοικούν Μεγαλολιβαδιώτες. Στο Νομό Πέλλας είναι: ο Προφήτης Ηλίας, η Καλή, τα Καλύβια, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Λουκάς, τα Εσώβαλτα, η Ακρολίμνη, η Λάκκα, η Αραβησσός, το Αχλαδοχώρι, ο Παλιός και ο Νέος Μυλότοπος και τα Γιαννιτσά. Στο Νομό Κιλκίς είναι: η Γουμένισσα, η Αξιούπολη, ο Ευρωπός, το Πολύκαστρο, η Πλατανιά, το Βαφιοχώρι, η Κοτύλη, η Κοκάρτζα, το Κοιλάδι και το Κιλκίς. Στο Νομό Θεσσαλονίκης είναι: το Πρόχωμα, το Ανατολικό, το Πετρωτό, ο Πεντάλοφος, η Νεοχωρούδα, το Ωραιόκαστρο και το Παλαιόκαστρο, τα Διαβατά, ο Εύοσμος, η Μενεμένη, η Ευκαρπία, η Πολίχνη, τα Πεύκα, το Φίλυρο, το Ασβεστοχώρι, η Εξοχή, ο Χορτιάτης, η Πυλαία, η Θέρμη, το Τριάδι, ο Άγιος Βασίλειος, το Κολχικό, οι Πέντε Βρύσες και βέβαια η Θεσσαλονίκη.

 

Μετά τον Εμφύλιο, ένας πολύ μικρός αριθμός οικογενειών συνέχισε να ανεβαίνει τα καλοκαίρια στα εκτεταμένα ερείπια των δύο οικισμών. Ήταν οικογένειες που συνέχιζαν την παραδοσιακή ζωή των ημινομάδων κτηνοτρόφων, αλλά και οικογένειες που βρήκαν οικονομική διέξοδο στην πατατοκαλλιέργεια. Το 1970, τα ερείπια των Μεγάλων Λιβαδίων ισοπεδώθηκαν και κτίστηκαν 80 νέα μικρά σπίτια για τους κτηνοτρόφους και τους πατατοκαλλιεργητές. Σήμερα πια υπάρχουν περισσότερα από 120 νέα σπίτια και το χωριό αρχίζει να γνωρίζει μία νέα περίοδο ανάπτυξης, τελείως διαφορετική από την παραδοσιακή που είχε άλλοτε. Οι οικογένειες που κατάγονται από τα Μεγάλα Λιβάδια επιστρέφουν στο χωριό τους κτίζοντας νέα παραθεριστικά αυτή τη φορά σπίτια, ακολουθώντας την παράδοση που θέλει τους Βλάχους να ανεβαίνουν στα βουνά κάθε καλοκαίρι. Η περηφάνια των Μεγαλολιβαδιωτών για την καταγωγή τους και η αγάπη τους για την παράδοση οδήγησε στη δημιουργία τεσσάρων πολιτιστικών συλλόγων. Το 1964 ιδρύθηκε ο "Λαογραφικός Σύλλογος Μεγαλολιβαδιωτών Πάικου" με έδρα τη Θεσσαλονίκη, το 1994 ιδρύθηκε ο σύλλογος "Οι Πέντε Βρύσες" των Μεγαλολιβαδιωτών της Αξιούπολης, το 1995 ιδρύθηκαν δύο ακόμη σύλλογοι ο "Σύλλογος Βλάχων Θέρμης-Τριαδίου "Ο Άγιος Νικόλαος" και ο σύλλογος "Το Άγιο Πνεύμα" των Μεγαλολιβαδιωτών, Κοκκινοπλιτών και Κλεισουριωτών της Νέας Ευκαρπίας Θεσσαλονίκης.



Μία νέα γενιά Μεγαλολοβαδιωτών, μεγαλωμένων με τις διηγήσεις των παππούδων τους, φέρεται να έχει τη διάθεση να ξαναγεννήσει το χωριό, αλλά και να διατηρήσει και να προστατέψει τη παράδοση. Για άλλη μία φορά οι Μεγαλολιβαδιώτες φέρονται έτοιμοι και ικανοί να αρθρώσουν το δικό τους λόγο, αλλά και να προχωρήσουν σε ενέργειες για να αντιμετωπίσουν όλους εκείνους που μιλούν για μας χωρίς εμάς.

Αστέρης Ι. Κουκούδης. 
www.vlachs.gr